Αναρτήθηκε στις:17-07-20 11:46

Στέρνες, ποτάμια, λίμνες: Τα… εναλλακτικά μπάνια του λαού!


Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*


Επειδή είμαι γέννημα-θρέμμα ορεινός, τη θάλασσα τη βλέπαμε… με το μακαρόνι! Απ’ το χωριό μου ο Αμβρακικός Κόλπος φαινόταν σαν κάτι πανέμορφο, μυστηριώδες, ταυτόχρονα όμως πολύ μακρινό.

Θάλασσα από κοντά είδα σε σχολική εκδρομή, μαθητής της πρώτης δημοτικού το 1977. Προορισμός μας, η Καρακουν’σιά, η Κορωνησία δηλαδή.

Πάλι καλά… Τυχερός αισθάνομαι. Άλλοι, όχι απλώς δεν έκαναν μπάνιο στη θάλασσα, αλλά ούτε από μακριά δεν την είχαν δει!

Ελάτε να κολυμπήσουμε μαζί πίσω στον χρόνο…

Οι οβίρες έκρυβαν κινδύνους…


Ανέκαθεν ο άνθρωπος λάτρευε το υγρό στοιχείο, ειδικά με τη ζέστη ήθελε να απολαύσει ένα δροσερό μπάνιο, όπου έβρισκε νερό! Θα μας τα πει η ηλικιωμένη συνομιλήτριά μου απ’ τα Γιάννενα:

«Οι οβίρες (φυσικές πισίνες, λέγονται και βρούδια) είνι τρύπις μέσα στ’ς ποταμιές. Μπορεί να στύψει (στερέψει) το ποτάμι, αλλά να κρατάν’ νιρό οι οβίρες. Πηγαίναμαν στο Βίκο, είχι μια μιγάλη οβίρα, Σνίτσι τού ‘λιγαν, κράταγι μέχρι κι ψάρια. Τα σπλόν’ζαν (τα νάρκωναν με φλόμο, κίτρινο βότανο) για να πιάσουν. Έπιαναν ουκάδις, τα ‘φιρναν στου χουριό, στου Καπέσοβο, κι γένουνταν γιορτή τότι π’ τα τ’γάν’ζαν.

Αλλά οι οβίρες ήταν πολύ κρύες, ήταν κρύο το νιρό, μπούζι! Κάπουτι ένα πιδί, σ’ ένα κατέβασμα που ‘καναν στου ποτάμι, ήταν ιδρωμένου κι μπήκι έτσι μέσα στου νιρό! Ιπειδή ήταν κρύου τού νιρό, σακατεύτ’κι του πιδί! Ξεράθ’κι (δηλ. παρέλυσε) κι δε συνήρθε ποτέ! Έμ’νι σακάτικου του πιδί αυτό…».

Βαρύτατο το τίμημα της δροσιάς!


Η απερισκεψία με την καλοκαιρινή δροσιά, λοιπόν, προκαλούσε σοβαρά προβλήματα. Η συνομιλήτριά μου θυμάται τότε που ήταν κοριτσάκι:

«Απ’ του κρύου τού νιρό έπαθαν πουλλοί ανθρώποι ζημιά! Άμα κάνει ζέστα κι είσι μουσκιμένους κι πέσει κρύου νιρό απανωθιό σου (πάνω), δραγκώνεσαι («πιάνεσαι»), σκεβρών’ς! Δε μπορείς ν’ ανοίξεις χέρια, ποδάρια!

Αυτό έπαθι κάπουτι ου παππούς μ’. Καλοκαίρι, γύρ’σι του μεσ’μέρι μούσκεμα απ’ του χουράφι! “Ρίξε μ’ ένα κ’βά νιρό στου κουρμί, να μο’ ’ρθει καλά!” είπι τ’ς κυραμάνας (γιαγιάς) μ’. Το ‘ρ’ξι ένα κ’βά νιρό, του π’γάδι ήταν 30 μέτρα βαθύ, πολύ κρύο το νιρό!

Κι μόλις το ‘ρ’ξι του νιρό στου κουρμί, απόμ’νι δραγκωμένος! Τουν σηούκουσαν στου τσιόλι (τον μετέφεραν με ένα χράμι) για να τουν μπάσουν στο σπίτι! Μαζώχ’κι σαν τουν κάβ’ρα, δεν μπόρ’γι να τιντώσει τίπουτα! Ούτι χέρι, ούτι πουδάρι!

Τ’ς είπαν οι γιατροί, να πάν’ στ’ν Αιδηψό για λουτρά. Κι αφού δεν είχαν αυτοκίνητο, λέμε τώρα επί Τουρκίας, νοίκιασαν αμάξι, παϊτόνι μι άλουγα, κι πήγαν στ’ν Αιδηψό κι είδι ωφέλεια, σηκώθ’κι πάλι ουρθός!».

Μαγιό από… σακιά της Ούντρας!


Τα Γιάννενα, ως γνωστόν, δεν έχουν θάλασσα, έχουν όμως ένα θαυμάσιο υποκατάστατό της, την Παμβώτιδα. Ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας η λίμνη αυτή χρησιμοποιούνταν για να απολαμβάνουν ένα μπάνιο αποκλειστικά οι άρρενες της πόλης. Φυσικά, επέλεγαν τα πιο ρηχά μέρη, έτσι ώστε να κολυμπούν με ασφάλεια ακόμη και οι αρχάριοι.

Στη διάρκεια της Κατοχής, οι Ιταλοί επωφελήθηκαν από το υγρό στοιχείο της πόλης και, όχι απλώς έκαναν μπάνια στη λίμνη, αλλά είχαν κατασκευάσει και ξύλινη προβλήτα αλλά και βατήρα, ώστε να κάνουν εντυπωσιακές βουτιές. Ας αφήσουμε την 85χρονη συνομιλήτριά μου να μας τα πει καλύτερα:

«Οι Ιταλοί ήταν μιρακλήδις, στο Μάτσικα (παραλίμνια συνοικία όπου εγκαταστάθηκαν Μικρασιάτες πρόσφυγες) έφκιασαν προυβλήτα μι πασσάλια κι σανίδια κι είχαν κι αναβατήρα για ν’ απ’δάν’ μέσα στου νιρό. Αυτό του πράμα τού ζήλευαν οι Γιαννιώτις.

Μόλις λευτερώθ’καν τα Γιάννινα, τ’ς 14 Οκτωβρίου το ’44, αφού είχαν φύγει οι Γιρμανοί (καλά, οι Ιταλοί έφ’γαν απ’ του ’43), ξεκίν’σαν όλοι να κάνουν μπάνια, απ’ τ’ν άλλη χρουνιά, του καλουκαίρι (ενν. ’45). Μαζεύουνταν κι άντρις κι γ’ναίκις! Αρχίν’καν κι οι γ’ναίκις να μπαίνουν στ’ λίμνη! Μι κάτι μαγιό αλλόφ’λα (πολύ παράξενα), τα ‘φκιαναν μι σακκούλις τ’ς Ούντρας! Αυτά τα σακκιά π’ μας ήφιρναν ρύζια κι ζάχαρις απ’ τ’ν Αμερική, αυτά ιμείς έλιγαμαν ότι ήταν υφάσματα πολυτελείας! Αφού δεν ήταν τίπουτα άλλου στ’ν αγουρά! Οι Οβραίοι π’ κράταγαν του εμπόριου στα Γιάννινα τ’ς είχαν πάρει τ’ς κακουμοίρ’δις στ’ Γιρμανία κι τ΄ς έκαψαν στ’ς φούρν’ς (ενν. κρεματόρια)! Λίγοι Οβραίοι γύρ’σαν ζουντανοί…

Για να φκιάσουμι μαγιό, έπαιρναμαν ό,τι παλιουυφάσματα βρίσκαμαν, μέχρι κι πλιχτά μι τ’ς βιλόνις, ό,τι είχι ου κόσμους. Ιγώ ήμαν μ’κρή (γενν. 1935), φόραγα ένα βρακί μαναχά. Αλλά τότι απ’ τ’ν πείνα ήμασταν κοκαλιάρ’κα, δεν ξιχώρ’ζα αν ήμαν πιδί ή τσιούπρα (αγόρι ή κορίτσι), μου ‘χαν κόψει κι τα μαλλιά κουντά. Σήμιρα τα πιδιά τόσου χρουνών, είνι γκουτζιάμ κουπέλις, αφρουμανάν’, νταβραντ’σμένις, δεν τ’ς λείπει του καλό φαΐ κι έχουν ανάπτυξη…».

Τενεκεδένιο σωσίβιο για την Παμβώτιδα!


Στα Γιάννενα δεν υπήρχε ιδιαίτερα ισχυρή κολυμβητική παράδοση, καθώς οι περισσότεροι φοβούνταν το νερό της λίμνης (σ’ αυτό συνέβαλαν και οι πάμπολλοι θρύλοι με τους πνιγμούς…). Οι λίγοι που ήξεραν μπάνιο αναλάμβαναν να εκπαιδεύσουν και τους αδαείς περί την κολύμβηση:

«Έλιγαν οι παλιοί Γιαννιώτις ότι η λίμνη έχει στοιχειό κι θέλει να φάει κάθι χρόνου τόσους ανθρώπ’ς, να τ’ς πνίξει… Γι’ αυτό δε ζύγουναν στ’ λίμνη…

Ου πατέρας μ’, ιπειδή ήξιρι καλό κουλύμπι, τ’ αγάπαγι του νιρό, ήθιλι να μας μάθει κι ιμάς. Σωσίβια όχι δεν είχαμαν, αλλά δεν ήξιραμαν κι τι είνι… Ήταν απάνου απού πουλυτέλεια…

Τι να έκαναν; Έφκιαναν μιγάλους τινικέδις σουσίβια! Παράδειγμα, έπιρναν ένα ντινικέ στρογγυλό (κυλινδρικό) απού πιλτέ κι αφού τελείνουνι ου πιλτές, έπιρνι ου πατέρας μ’ του ντινικέ, τουν πήγινι σ’ ένα τενεκτσή για να του βουλώσει μι του καλάι (δηλ. να το κλείσει). Κι αφού το ’κλεινι, έβανι δυο κρίκους χαλκουματένιους. Έπαιρναμαν μια παλιά ζώνη, τ’ βάναμαν στ’ς κρίκους κι τ’ δέναμαν μπροστά. Κι σι κρατούσι αυτό απάνου (δηλ. εξασφάλιζε άνωση, αφού το προσάρμοζαν στο κορμί τους).

Αυτό π’ σ’ λέου γένουνταν αμέσους μιτά τ’ν απελευθέρωση (1945). Γιατί κατόπι (αργότερα) βήκαν τ’ αμάξια, οι σαμπρέλις… Παίρναμαν σαμπρέλις φουσκουμένις, κάθουμασταν μέσα, πουδάρια κι χέρια απόξου, είχις τουν πισινό σ’ μέσα, κι αυτό ήταν σαν να είχις βάρκα! Σι πήγαινε η σαμπρέλα… βάρκα!».

Γιάννενα – Νησί, με έπαθλο… ένα καλάμι!


Μπορεί σήμερα η μετάβαση από τα Γιάννενα στο Νησί να γίνεται με τα υπερσύγχρονα και άνετα πλοιάρια, όμως πριν από αρκετές δεκαετίες ο διάπλους γινόταν από τολμηρούς νεαρούς υπό μορφή αγώνων κολύμβησης:

«Ου πατέρας μ’ γιννήθ’κι επί Τουρκίας, 1891, έκανι μπάνια κι μι τ’ς Τούρκους, κι ήταν νεροπούλι (δηλ. τόσο δεινός κολυμβητής, σαν υδρόβιο πτηνό). Πήγαιναν κολυμπώντας μέχρι του Νησί, έκουβαν ένα καλάμι για να δείξει ότι πήγι ώς ικεί, του ‘χαν για νταηλίκι αυτό, ότι ήσαν απ’ τ’ς πρώτους κολυμβητές. Ου πατέρας μ’ είχι κάνει κι βουτιά στ’ μπροστ’νή μεριά απ’ του Νησί, ικεί π’ αράζουν τα καραβάκια τώρα, είχι ρεύμα ικεί, πέρναγι παλιό πουτάμι. Κι ου πατέρας έκαμι βουτιά ικεί μέσα, αλλά για να πατώσει, πήρι μία πέτρα, μιγάλου γκουσγκούλι (λιθάρι), του πήρι αγκαλιά για να νικήσει του νιρό κι να πατώσει (δηλ. για να μπορέσει να καταδυθεί). Μι μία ανάσα! Φαντάσου τι πλεμόνια είχι…

Τα πιδιά τότι έβαναν κι στοίχημα ποιος θα πάει κολυμπώντα στου Νησί. Κι άμα ήταν κανένας κι δεν είχι αξιάδις (δυνάμεις), μπόρ’γι να πάει χαμένους, να πνιγεί! Γιατί η λίμνη δεν αστειεύεται… Έχει ρουφήχτρις, καταβόθρις, κι τουν ρουφάει μέσα τουν άνθρουπου…».

Το ταμπού του γυναικείου μπάνιου


Είμαστε χρονικά στο 1945. Τότε άρχισαν στα Γιάννενα οι πιο θαρραλέοι αλλά και αυτοί που δεν είχαν ταμπού να παίρνουν μαζί τους τις γυναίκες ή τις κόρες τους για μπάνιο. Και χρειαζόταν πραγματικά μεγάλο ψυχικό σθένος, για να πας κόντρα στις αυστηρές αντιλήψεις περί ηθικής εκείνης της εποχής. Η πρόθυμη και γλυκύτατη πληροφορήτρια συνεχίζει ακάθεκτη την αφήγηση για τα μπάνια στην Παμβώτιδα. «Ούι! Πήγι τ’ς κουπέλις στ΄ λίμνη για μπάνια κι ξεμπλετσαρώθ’καν (ξεγυμνώθηκαν) κι τ’ς ήγλιπαν οι σιρκοί!», ακούγονταν για τους πρωτοπόρους της εποχής, οι οποίοι κυριολεκτικά έκλειναν τ’ αυτιά, για να μην ακούσουν… αυτούς που βρίσκονταν πίσω απ’ τον ήλιο, δηλ. ήταν απίστευτα οπισθοδρομικοί.


Πριν το χάραμα μονάχοι…


Το μπάνιο στη λίμνη φαντάζει σαν κάτι περίεργο, όμως η αίσθηση της δροσιάς ειδικά το πρωί, πριν βγει ο ήλιος, με συνοδεία εκατοντάδων υδρόβιων πτηνών ήταν μια μοναδική αίσθηση!

«Στα Γιάννινα αργάει του καλουκαίρι, όπους κι τώρα, έχει βρουχές κι του Θερτή (Ιούνιο). Από μέσα Αλωνάρη (Ιούλιο) αρχίζαμαν τα μπάνια στ’ λίμνη. Κι τότι έπλεναν κι τα βαριά τα σκ’τιά (ρούχα) οι γ’ναίκις στ’ λίμνη.

Τ’ αδέρφια μ’ ήταν μιγαλύτιρα, είχαμαν απάνου απού 10 χρόνια διαφορά. Μας έπιρνι ου μπαμπάς ιμένα κι τ’ αδέρφια μ’ κι μας ήφιρνι στ’ λίμνη, προυί προυί, μι του χάραμα, ήταν θολά ακόμα (δηλ. είχε ξημερώσει καλά), ήταν θόλωμα, δεν είχι βγει ου ήλιους. Είχι κι λίγου πούσι πριν του χάραμα η λίμνη, είχι μια αχνάδα. Κι τα π’λιά τότι ξυπνούσαν… Κι γύρα γύρα απ’ τ’ λίμνη ήταν τα μποστάνια… Ικείνη τ’ν ιπουχή όλα τα ζαρζαβατικά μάς τα ‘φιρναν στα σπίτια οι μπουσταντζήδις! Ουου… Φασ’λάκια, καστραβέτσια (αγγούρια), χυμον’κά (καρπούζια), μελιτζιάνις, καλαμπόκια…

Έξω απ’ του νερό είχι μια δροσάδα, πρωί ήταν, δεν είχι βγει ου ήλιους ακόμα. Αλλά μέσα στου νιρό σ’ φαίνονταν ζιστό. Ιγώ δεν έφευγα απ’ το μπόι μ’ καθόλου (δηλ. πήγαινα μόνο μέχρι εκεί που πατούσα), ου αδιρφός μ’ πήγινι κι στα βαθιά.

Βενζίνες (βενζινοκίνητες βάρκες) τότι δεν ήταν, μαναχά βάρκις μι κουπιά. Κι είχαν τέντα απού πάνου, στεριωμένη σι πασσάλους, για να μη σι καίει ου ήλιους. Κι δίπλα είχαν στασίδια ξύλινα (καθίσματα), μ’ ένα στρουματάκι πέρα πέρα, για να κάθεται ου κόσμους. Ήταν πουλλή ώρα μι του κουπί η βάρκα για να φτάσεις στου Νησί.

Τρεις φορές το καλοκαίρι είχι πουλύ κόσμο, τότι π’ γιόρταζαν οι ικκλησιές τ’ Νησιού: τ’ Αϊ-Λιός (20 Ιουλίου), τ’ Αϊ-Παντελεήμονος (27 Ιουλίου) κι τ’ Σωτήρος (6 Αυγούστου).

Πήγαιναν όλοι μι τ’ς βάρκις απ’ του προυί. Του μεσημέρι άπλουναν τα χιράμια κι τα στρωσίδια κι είχαν ένα σωρό φτάδις μι φαϊά. Τι ήταν ου φτας; Ένα τιτράγουνου πανί, σαν πιτσέτα μιγάλη, κι ικεί μέσα έβανις όλα τα φαουλάτα (φαγώσιμα). Είχαν κι λίμπις, τσιανάκια κι σιάνια χαλκωματένια (πιάτα χάλκινα) κι π’νάκια (πήλινα πιάτα). Αυτά είχαν για πηρέτειου, τίπουτ’ άλλου!

Τότι δεν είχι μαγαζιά στου Νησί. Μπακάλικου κι φούρνου είχι, αλλά όχι μαγαζιά μι φαϊά. Ποιος ν’κουκύρ’ς θα έτρουγι όξου; Θα τουν παρεξήγαγαν κι αυτόν κι τ’ γ’ναίκα του! “Αντρουπής πράματα! Αυτός τρώει στου κρασουπ’λειό!”, έλιγαν άμα έτρουγι κάνας όξου. Αυτό ήταν του ξάχλιου τ’ς (διασκέδαση), να κρένει ου ένας τουν άλλου (δηλ. να τον κουτσομπολεύει).

Κι αφού μπλέτσ’κουναν (έτρουγαν) καλά, έπ’ναν κι του κρασί, το ‘βαναν κι στα κρύα τα νιρά, έπαιρναν κι τουν ύπνου τ’ς κι γύρναγαν του βράδυ στα Γιάννινα».

Μπάνιο στο ποτάμι


Φεύγουμε απ’ τα Γιάννενα και μεταφερόμαστε σε ορεινό χωριό της Άρτας. Ο 90 ετών χρονομάρτυρας μολογάει:

«Αφού ήμασταν αλάργα απού θάλασσις, τι να έκαναμαν κι ιμείς; Πώς θα πάαινες στ’ θάλασσα; Δεν ήταν ούτι αμάξι, ούτι δρόμους π’θινά.

Του καλουκαίρι πάιναμαν στα ποτάμια κι στα βρούδια (βιρός, βρος: φυσικές πισίνες στην κοίτη του ποταμού) για να κολυμπήσουμι, τα πιδιά (αγόρια) μαναχά, όχι οι κοπέλις. Γειτονόπ’λα, φίλοι, αδέρφια, ξαδέρφια… Από 8-10 χρονών, πάιναμαν κι κουλύμπαγαμαν. Ικεί έμαθαμαν κολύμπι καλό.

Ήταν κι βαθιά τα νιρά, ήταν κι ρηχά. Αλλά έπριπι να ‘χ’ς του νου σου, να προσέχ’ς πουλύ, γιατί άμα ήταν κάνας βίραγκας, σιούδα (ορμητικό νερό) ή στούρνος (καταρράκτης), έπριπι να φ’λάεσαι.

Τα παλιά τα χρόνια, που ‘ταν τα ξυλογέφυρα, πνίηκι ένας μαζί μι του πιδί του. Πήγινι σ’ ένα γάμου αυτός κι είχι του πιδί. Ξαγκλίστρησι του πιδί απ’ του ξυλουγέφυρου, έπισι μέσα στου νιρό, απήδ’σι κι αυτός να γλιτώσει του πιδί κι πνίηκαν κι οι δυο, πάν’ καλιά τ’ς…».

Ο δάσκαλος κατασκόπευε…


Επίσκεψη σε άλλο χωριό, όπου κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο της κληματαριάς ο πρόθυμος συνομιλητής μου ξετυλίγει τις αναμνήσεις του, οι οποίες δεν ήταν πάντα ευχάριστες…

«Στου χουριό μας τα πουτάμια κι τα ρέματα είχαμαν για θάλασσα… Όταν ήμασταν λιανοπαίδια, όλη μέρα μέσα στα πουτάμια γυρνάμαν, λουτσουριόμασταν (πλατσουρίζαμε)! Τότι π’ καλουκαίριαζι, ήμασταν κάθι μέρα στου πουτάμι! Κι άμα μας μάθαινε ο δάσκαλος (δηλ. αν μάθαινε ότι πήγαμε στο ποτάμι), μας έδιρνι! Για του καλό μας, μας έλιγι, για να μην πνιούμι! Αλλά ιμείς πού να τουν ακούσουμι… Πάαιναμαν κρυφά, αλλά έρθουνταν κι ου δάσκαλους κρυφά! Κι μας λάβαινε, μας στέγαζι στου ξύλου! Άλλουν τουν έδιρνι ικεί, άλλουν στο σκουλείου! Ικείνοι απού (που) έφευγαν, έτρουγαν του ξύλου τ’ν άλλη τ’ν ημέρα! Μι λούρα κρανίσια (από το δέντρο κρανιά) μάς έδιρνι! Κι μας έλιγι να κόψουμι ιμείς τ’ λούρα για να μας δείρει!

Όλο πιδιά (αγόρια) ήμασταν π’ πάιναμαν για να κουλυμπήσουμι, κοπέλις δεν έρθουνταν, γιατί δεν ήξιραν μπάνιου, αλλά ντρέπουνταν κιόλα. Για να σ’ που τ’ν αλήθεια, ιγώ έκανα κάπουτι μπάνιου μι κουπέλις, αλλά όχι στου θ’κό μ’ του χουριό. Θα ήμαν 15 χρουνών τότι (το έτος 1958).

Ικεί π’ πάιναμαν να κουλυμπήσουμι, στα ρέματα, πιάναμαν καβούρια, ανάφταμαν φουτιά, τα ψέναμαν κι τρώ’μαν. Κάναμαν κι του μπάνιου, τρώ’μαν κι καβούρια, μια χαρά ήταν!

Δεν πάιναν όλα τα πιδιά για κουλύμπι. Όποιος σκιάζουνταν, δεν έμπινι στου νιρό. Τι θ’μήθ’κα τώρα… Ήταν κάπουτι ένα πιδί κι έπισι μέσα στου νιρό κι δεν ήξιρι να κουλυμπήσει. Δεν πάταγι καταή. Του ‘ρθε (νόμισε) ότι πατάει κι πάει στου βαθύ (βυθό) κι γομώθ’κι μέσα (καλύφθηκε απ’ το νερό). Ήταν βαθύ του νιρό, σα βίραγκας! Απήδ’σι άλλου ένα πιδί μέσα κι τουν έβγαλι. Ήξιρι καλό μπάνιο ου άλλους, βούτ’ξι μέσα κι τουν έπιασι κι τουν έβγαλι όξου. Κι τουν πάταγαν στου στήθους να βγάλει του νιρό, κόντιψι να πιθάνει αυτό του πιδί. Ολομία (παραλίγο) πνί’ηκι!».

Απότομη ενηλικίωση…


Ένας γνωστός μου, ο οποίος είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός, θυμάται… μια άλλη πισίνα: «Το χωριό μου είναι μέσα στο λόγγο, η θάλασσα είναι πολύ μακριά. Τότε που ήμασταν παιδιά, θυμάμαι που πηγαίναμε σε κάτι γούρνες (σκαμμένες δεξαμενές, μεγάλοι νερόλακκοι), τις είχαν για να ποτίζουν τα μποστάνια. Μάλιστα όταν κάποιος έφτιαξε δεξαμενή με τσιμέντο τι χαρά κάναμε! Σαν να είχαμε πισίνα, έτσι νιώθαμε! Πηγαίναμε και κάναμε εκεί μπάνιο σχεδόν κάθε μέρα. Θυμάμαι επειδή ήταν και κάποια παιδιά πιο μικρά, είχαν δέσει κάτι τριχιές στην άκρη για να κρατιούνται απ’ αυτές, να μην κινδυνεύουν να πνιγούν.

Αλλά το κακό είναι ότι ανάμεσά μας ήταν και κάποια παιδιά που έκαναν σκανταλιές. Μερικά παιδιά δεν αρκούνταν στο μπάνιο, αλλά έκλεβαν και κάνα πεπονάκι απ’ τον κήπο. Μια μέρα ήρθε ξαφνικά ο ιδιοκτήτης και μας έπιασε όλους μέσα στη στέρνα!

Ενημέρωσε όλους τους γονείς για το τι έγινε. Ο πατέρας μου δεν μ’ έδειρε, αλλά θυμάμαι ακόμη εκείνο το βλέμμα του που καρφώθηκε πάνω μου… Από τότε κατάλαβα ότι κάθε πράξη έχει και τις συνέπειές της… Εκείνο το μπάνιο στη στέρνα ήταν το τελευταίο, αφού μετά μπήκα απότομα στον κόσμο των ενηλίκων…».

Καθαρά ανδρικό προνόμιο…


Η δροσιά που προσφέρει το νερό ήταν ένα προνόμιο καθαρά ανδρικό, οπότε ζήτησα από μια καλοσυνάτη χρονομάρτυρα σε ορεινό χωριό να μου μιλήσει για το θέμα:

«Οι γ’ναίκις δεν ήξιραν τι είνι του μπάνιου! Όχι να πάν’ στα ρέματα κι στα πουτάμια, αλλά ούτε να πλυθούν καλά-καλά δεν είχαν νιρό! Λούζουνταν μαναχά στου κιφάλι κι πλένουνταν… απ’κάτου μι του συμπάθειου… μι μία λίτρα νιρό! Τόσου λίγου νιρό! Αλλά τι να κάμ’ς! Αφού δεν είχαμαν νιρό… έφτανι κι παράφτανι!

Το καλοκαίρι πάιναν τα πιδιά, τα σερκά, κι κουλύμπαγαν στα ρέματα, στα βρούδια. Ιμείς οι κουπέλις τίπουτα! Ας έσκαγαμαν απ’ τ’ ζέστα! Μακριά μανίκια στα φ’στάνια, όχι κοντά, κι να γένισι πλυτάρι απ’ το ίδρωτο! Αλλά απ’ τ’ν αναφαγιά δεν ήμασταν χουντρές κι δεν ίδρουναμαν. Ζεσταίνομασταν, αλλά τι να έκαναμαν... Ακούς να πάν’ οι γ’ναίκις για μπάνιο στο ρέμα! Π’θινά! Θα μας έπιρναν μι τα λιθάρια! Μαναχά άμα πάιναμαν στο ρέμα να πλύνουμι τα σκ’τιά (ρούχα), λούζουμασταν μι αλισίβα! Στο κιφάλι μαναχά, όχι στο κορμί! Τι θα έκαναμαν… Θα ξεμπλετσώνομασταν (ξεγυμνωνόμαστε) όξου να μας τ’ράν’… Τότι πέραγι ου κόσμους ουλουένα απ’ τα ρέματα, ήταν κόσμους πουλύς, τώρα ρήμουσι ου τόπους…».

Η σύγκριση τού τότε με το τώρα


Αν και ήξερα την απάντηση σε γενικές γραμμές, ρώτησα και μια άλλη ηλικιωμένη να μου μιλήσει για το θέμα μας. Η ίδια μού περιγράφει τι γινόταν όταν η ίδια ήταν κορίτσι, αλλά και πώς βλέπει τη σημερινή νεολαία:

«Οι κουπέλις δεν πάιναν για μπάνιου ικείνη τ’ν ιπουχή. Η κουπέλα τότι πέραγι απ’ του δρόμου, ηύρισκι κάναν άνθρουπου κι κουκκίνι’ζι, έσκυβι του κιφάλι απ’ τ’ ντρουπή (ενν. σεμνότητα).

Νύχτα ζυμώναμαν… Αχάραγα σηκώνουμασταν κι πάιναμαν για δ’λειές, στα χουράφια, για ξύλα, στα πρόβατα, για θέρ’σμα… Δεν είχαμαν αδειά να κάτσουμι, για ρεντζάδις (βόλτες), να πάμι στου πουτάμι… Π’θινά!

Ακούς γ’ναίκα για μπάνιου; Μπαααα! Όχι, όχι! Δεν είχαμαν τέτοια ιμείς. Να πάει γ’ναίκα να κάμει μπάνιου στου πουτάμι; Πουτές! Μαναχά για να πλύνουμι ήταν του πουτάμι για ιμάς, να βάλουμι καζάνι, να πλύνουμι τα ρούχα. Ακούς τέτοια δ’λειά... Να κάμει τέτοιου πράμα η γ’ναίκα!

Τώρα τι είνι ιτούτου, μωρέ Βασίλη… Σήμιρα ξέφ’γι ου κόσμους στ’ν πορνειά, άντρις, γ’ναίκις, ωρέ μπιτ! Ιτούτη τ’ νεολαία να μη σι φέρει να τ’ν ιδείς! Κιο σο’ ’ρτι (μα σου έρχεται) ντρουπή, μ’ αυτά π’ φουράν’. Τι φουράν’; Ξεζάρκωτοι (γυμνοί) σεργιανάν’. Κι δεν τ’ς μέλλει… τέσσιρα (καθόλου!) Δεν τ’ς γνοιάζει τίπουτα! Αν είνι γέρουντας μπρουστά, αν είνι γριγιά, οικουγένεια… Ιννιά έχει ου μήνας! Κι οι γ’ναίκις ξεμπλέτσουτις γκιζιράν’… Άφ’ τα να πάν’… ».


«Στον στρατό μπήκα σε κανονικό μπάνιο!»


Στις συνεντεύξεις που πήρα, ένας λεβεντόψυχος 86χρονος αφηγείται με χαμόγελο:

«Το καλοκαίρι, κάθουμασταν στ’ν ποταμιά (παραποτάμια έκταση), είχαμαν χουράφια ικεί. Κάθι μέρα ήμασταν στα βρούδια. Αυτό του λουτσούρ’σμα είχαμαν τα καλουκαίρια, τότι που ’μασταν λιανοπαίδια, 12, 13, 15 χρουνών.

Κάθι Σάββατου έκαναμαν μπάνιου μι βραστό νιρό, έβαναμαν κι λίγου κρύου. Ένας σο’ ρ’χνι νιρό στου κιφάλι μι του μαστραπά (μεγάλο κύπελλο). Ίσια π’ πέραγις του πράσινου του σαπούνι στου κιφάλι σου, να κάμει λίγου σαπ’νάδα, για να πεις ότι πλύθ’κις.

Μέχρι π’ πήγα στου στρατό, δεν έκαμα μπάνιου στου κουρμί, 23 χρουνών. Στου στρατό μπήκα σι μπάνιου κανονικό να πλυθού, να ιδεί του κουρμί μ’ νιρό, τότι βράχ’κι όλο του κουρμί μ’…

Κι όταν γύρ’σα απ’ του στρατό, του ’60 κι μιτά, είχαμαν νιπτήρις (η νιπτήρα) τσίγκινις, π’ τ’ς κρέμαγαν μέσα στου μέρους (τουαλέτα) κι έκαναμαν μπάνιου μ’ αυτές».

Αντηλιακό από… κονσέρβα ψαριού!


Φυσικά, δεν θα μπορούσα να μη ζητήσω τη γνώμη ενός βουνίσιου ηλικιωμένου για το πώς είδε την πρώτη του εμπειρία με το νερό της θάλασσας. Ως παιδί έμαθε να κολυμπάει στα «βρούδια», οπότε έγινε καλός κολυμβητής, άρα δεν ντροπιάστηκε όταν για πρώτη φορά στον στρατό κολύμπησε «στο πέλαγο». Όπως θυμάται χαρακτηριστικά:

«Ιμείς είχαμαν μάθει να κουλυμπάμι στα βρούδια, στα πουτάμια, δεν του σκιάζουμασταν του νιρό, όχι. Πέταγαμαν ένα σημαδιακό λιθάρι, παράδειγμα να ’χει κόκκινο χρώμα, κι έπριπι να του βρούμι μέσα στου νιρό. Κάναμαν βούτα μέσα μ’ ανοιχτά τα μάτια για να του ιδούμι κι να του βγάλουμι όξου. Κι άμα ήταν πουλλά πιδιά, θέλουνι (θόλωνε) του νιρό απ’ του βρο, γένουνταν κουρκούτη.

Μέχρι π’ πήγα στου στρατό, δεν είχα ιδεί θάλασσα σιμά. Η θάλασσα είνι καλή, γερεύει ου άνθρουπους. Η αρμύρα είνι καλή στου κουρμί. Ιγώ στ’ θάλασσα έκαμα μπάνιου όταν ήμαν φαντάρους, του ’58, ήταν ικλουγές τότι, είχα πάει σ’ ένα εκλογικό τμήμα στα Δίκελλα, σ’ ένα χουριό όξου απ’ τ’ν Αλεξανδρούπολη, ικεί υπηρέταγα.

Είχαμαν ένα λουχία κι είπι, θα πάου στ’ θάλασσα. Πήγα κι ιγώ. Λαδώθ’καμαν λίγου, για να μη σκάσει του κουρμί μας, η πέτσα μας. Έβαλαμαν λάδι… απού κονισέρβα ψαριού, αλείφ’καμαν. Αυτό είχαμαν!

Μόλις ξέτριψε (υποχώρησε, μειώθηκε) η φτώχεια, ξεβγήκαμαν λίγου απ’ τ’ φτώχεια όξου, ήταν ακόμα πουλύ φτωχιά η Ελλάδα! Δεν ήταν ούτι δ’λειές, ούτι λιπτά…

Ήταν ώς πόσου μακριούτσικα η θάλασσα, αλλά ήταν ρηχή, δεν ήταν βαθιά, θ’μάμι. Γύρ’σι τ’ ανάπουτα ου λουχίας κι γύρ’σα κι ιγώ («σανίδα). “Α, ισύ ξέρ’ς καλό μπάνιου”, μου ‘πι αυτός.

Άλλη μία φουρά πο’ ’καμα μπάνιου στο Ξυλόκαστρο. Δούλευα ικεί, έφκιαναμαν το δρόμο. Περάει απόξου ου δρόμος, αν ξέρ’ς, γένουνταν καινούργιος ο δρόμος, το ’66, κάπου ικεί ήταν.

Απ’ του ’66 δε ματαμπήκα στ’ θάλασσα. Αλλά όπως μι γλέπ’ς, είμι γιρός, 86 χρουνών, κι δεν παίρου φάρμακα!».

**

Φαντάζομαι ότι σας κατέκλυσαν ανάμεικτα συναισθήματά μετά την ανάγνωση του άρθρου. Οι παλιοί στερήθηκαν πάρα πολλά, ταυτόχρονα όμως… δεν τους έλειπε τίποτε! Ήταν «οι μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες»!

Η πρωτοφανής δοκιμασία της καθολικής καραντίνας, εκτός από μελαγχολία ή και πανικό, μας έδωσε, ελπίζω, και ένα διπλό μάθημα: Αφενός να μη θεωρούμε τίποτε δεδομένο και αυτονόητο, αφετέρου να απολαμβάνουμε την κάθε μικροχαρά, κυρίως όμως την ιερότητα της κάθε μέρας, του κάθε λεπτού της ζωής…

Απ’ τα βάθη της καρδιάς μου σάς εύχομαι καλές διακοπές και καλή διαδικτυακή αντάμωση από τον Σεπτέμβριο!** Και πού ξέρετε… Μπορεί να συναντηθούμε το καλοκαίρι σε κάνα ποτάμι ή σε καμιά λίμνη της Ηπείρου!

*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, φιλόλογος-λαογράφος, είναι ο συντάκτης του υπό έκδοση Ηπειρώτικου Λεξικού


**Από μέσα έως και τέλη Αυγούστου θα βρίσκομαι στα πάτρια. Θα χαρώ πολύ να σας συναντήσω ή να με φέρετε σε επαφή με δικούς σας ανθρώπους, οι οποίοι σίγουρα θα έχουν να μας αφηγηθούν ενδιαφέρουσες ιστορίες…



Email: vasilis.malisiovas@gmail.com

LinkedIn: Vasilis Malisiovas


$$Πριν το χάραμα μονάχοι…##
Το μπάνιο στη λίμνη φαντάζει σαν κάτι περίεργο, όμως η αίσθηση της δροσιάς ειδικά το πρωί, πριν βγει ο ήλιος, με συνοδεία εκατοντάδων υδρόβιων πτηνών ήταν μια μοναδική αίσθηση!

«Στα Γιάννινα αργάει του καλουκαίρι, όπους κι τώρα, έχει βρουχές κι του Θερτή (Ιούνιο). Από μέσα Αλωνάρη (Ιούλιο) αρχίζαμαν τα μπάνια στ’ λίμνη. Κι τότι έπλεναν κι τα βαριά τα σκ’τιά (ρούχα) οι γ’ναίκις στ’ λίμνη.

Τ’ αδέρφια μ’ ήταν μιγαλύτιρα, είχαμαν απάνου απού 10 χρόνια διαφορά. Μας έπιρνι ου μπαμπάς ιμένα κι τ’ αδέρφια μ’ κι μας ήφιρνι στ’ λίμνη, προυί προυί, μι του χάραμα, ήταν θολά ακόμα (δηλ. είχε ξημερώσει καλά), ήταν θόλωμα, δεν είχι βγει ου ήλιους. Είχι κι λίγου πούσι πριν του χάραμα η λίμνη, είχι μια αχνάδα. Κι τα π’λιά τότι ξυπνούσαν… Κι γύρα γύρα απ’ τ’ λίμνη ήταν τα μποστάνια… Ικείνη τ’ν ιπουχή όλα τα ζαρζαβατικά μάς τα ‘φιρναν στα σπίτια οι μπουσταντζήδις! Ουου… Φασ’λάκια, καστραβέτσια (αγγούρια), χυμον’κά (καρπούζια), μελιτζιάνις, καλαμπόκια…

Έξω απ’ του νερό είχι μια δροσάδα, πρωί ήταν, δεν είχι βγει ου ήλιους ακόμα. Αλλά μέσα στου νιρό σ’ φαίνονταν ζιστό. Ιγώ δεν έφευγα απ’ το μπόι μ’ καθόλου (δηλ. πήγαινα μόνο μέχρι εκεί που πατούσα), ου αδιρφός μ’ πήγινι κι στα βαθιά.

Βενζίνες (βενζινοκίνητες βάρκες) τότι δεν ήταν, μαναχά βάρκις μι κουπιά. Κι είχαν τέντα απού πάνου, στεριωμένη σι πασσάλους, για να μη σι καίει ου ήλιους. Κι δίπλα είχαν στασίδια ξύλινα (καθίσματα), μ’ ένα στρουματάκι πέρα πέρα, για να κάθεται ου κόσμους. Ήταν πουλλή ώρα μι του κουπί η βάρκα για να φτάσεις στου Νησί.

Τρεις φορές το καλοκαίρι είχι πουλύ κόσμο, τότι π’ γιόρταζαν οι ικκλησιές τ’ Νησιού: τ’ Αϊ-Λιός (20 Ιουλίου), τ’ Αϊ-Παντελεήμονος (27 Ιουλίου) κι τ’ Σωτήρος (6 Αυγούστου).

Πήγαιναν όλοι μι τ’ς βάρκις απ’ του προυί. Του μεσημέρι άπλουναν τα χιράμια κι τα στρωσίδια κι είχαν ένα σωρό φτάδις μι φαϊά. Τι ήταν ου φτας; Ένα τιτράγουνου πανί, σαν πιτσέτα μιγάλη, κι ικεί μέσα έβανις όλα τα φαουλάτα (φαγώσιμα). Είχαν κι λίμπις, τσιανάκια κι σιάνια χαλκωματένια (πιάτα χάλκινα) κι π’νάκια (πήλινα πιάτα). Αυτά είχαν για πηρέτειου, τίπουτ’ άλλου!

Τότι δεν είχι μαγαζιά στου Νησί. Μπακάλικου κι φούρνου είχι, αλλά όχι μαγαζιά μι φαϊά. Ποιος ν’κουκύρ’ς θα έτρουγι όξου; Θα τουν παρεξήγαγαν κι αυτόν κι τ’ γ’ναίκα του! “Αντρουπής πράματα! Αυτός τρώει στου κρασουπ’λειό!”, έλιγαν άμα έτρουγι κάνας όξου. Αυτό ήταν του ξάχλιου τ’ς (διασκέδαση), να κρένει ου ένας τουν άλλου (δηλ. να τον κουτσομπολεύει).

Κι αφού μπλέτσ’κουναν (έτρουγαν) καλά, έπ’ναν κι του κρασί, το ‘βαναν κι στα κρύα τα νιρά, έπαιρναν κι τουν ύπνου τ’ς κι γύρναγαν του βράδυ στα Γιάννινα».

$$Μπάνιο στο ποτάμι##
Φεύγουμε απ’ τα Γιάννενα και μεταφερόμαστε σε ορεινό χωριό της Άρτας. Ο 90 ετών χρονομάρτυρας μολογάει:

«Αφού ήμασταν αλάργα απού θάλασσις, τι να έκαναμαν κι ιμείς; Πώς θα πάαινες στ’ θάλασσα; Δεν ήταν ούτι αμάξι, ούτι δρόμους π’θινά.

Του καλουκαίρι πάιναμαν στα ποτάμια κι στα βρούδια (βιρός, βρος: φυσικές πισίνες στην κοίτη του ποταμού) για να κολυμπήσουμι, τα πιδιά (αγόρια) μαναχά, όχι οι κοπέλις. Γειτονόπ’λα, φίλοι, αδέρφια, ξαδέρφια… Από 8-10 χρονών, πάιναμαν κι κουλύμπαγαμαν. Ικεί έμαθαμαν κολύμπι καλό.

Ήταν κι βαθιά τα νιρά, ήταν κι ρηχά. Αλλά έπριπι να ‘χ’ς του νου σου, να προσέχ’ς πουλύ, γιατί άμα ήταν κάνας βίραγκας, σιούδα (ορμητικό νερό) ή στούρνος (καταρράκτης), έπριπι να φ’λάεσαι.

Τα παλιά τα χρόνια, που ‘ταν τα ξυλογέφυρα, πνίηκι ένας μαζί μι του πιδί του. Πήγινι σ’ ένα γάμου αυτός κι είχι του πιδί. Ξαγκλίστρησι του πιδί απ’ του ξυλουγέφυρου, έπισι μέσα στου νιρό, απήδ’σι κι αυτός να γλιτώσει του πιδί κι πνίηκαν κι οι δυο, πάν’ καλιά τ’ς…».

$$Ο δάσκαλος κατασκόπευε…##
Επίσκεψη σε άλλο χωριό, όπου κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο της κληματαριάς ο πρόθυμος συνομιλητής μου ξετυλίγει τις αναμνήσεις του, οι οποίες δεν ήταν πάντα ευχάριστες…

«Στου χουριό μας τα πουτάμια κι τα ρέματα είχαμαν για θάλασσα… Όταν ήμασταν λιανοπαίδια, όλη μέρα μέσα στα πουτάμια γυρνάμαν, λουτσουριόμασταν (πλατσουρίζαμε)! Τότι π’ καλουκαίριαζι, ήμασταν κάθι μέρα στου πουτάμι! Κι άμα μας μάθαινε ο δάσκαλος (δηλ. αν μάθαινε ότι πήγαμε στο ποτάμι), μας έδιρνι! Για του καλό μας, μας έλιγι, για να μην πνιούμι! Αλλά ιμείς πού να τουν ακούσουμι… Πάαιναμαν κρυφά, αλλά έρθουνταν κι ου δάσκαλους κρυφά! Κι μας λάβαινε, μας στέγαζι στου ξύλου! Άλλουν τουν έδιρνι ικεί, άλλουν στο σκουλείου! Ικείνοι απού (που) έφευγαν, έτρουγαν του ξύλου τ’ν άλλη τ’ν ημέρα! Μι λούρα κρανίσια (από το δέντρο κρανιά) μάς έδιρνι! Κι μας έλιγι να κόψουμι ιμείς τ’ λούρα για να μας δείρει!

Όλο πιδιά (αγόρια) ήμασταν π’ πάιναμαν για να κουλυμπήσουμι, κοπέλις δεν έρθουνταν, γιατί δεν ήξιραν μπάνιου, αλλά ντρέπουνταν κιόλα. Για να σ’ που τ’ν αλήθεια, ιγώ έκανα κάπουτι μπάνιου μι κουπέλις, αλλά όχι στου θ’κό μ’ του χουριό. Θα ήμαν 15 χρουνών τότι (το έτος 1958).

Ικεί π’ πάιναμαν να κουλυμπήσουμι, στα ρέματα, πιάναμαν καβούρια, ανάφταμαν φουτιά, τα ψέναμαν κι τρώ’μαν. Κάναμαν κι του μπάνιου, τρώ’μαν κι καβούρια, μια χαρά ήταν!

Δεν πάιναν όλα τα πιδιά για κουλύμπι. Όποιος σκιάζουνταν, δεν έμπινι στου νιρό. Τι θ’μήθ’κα τώρα… Ήταν κάπουτι ένα πιδί κι έπισι μέσα στου νιρό κι δεν ήξιρι να κουλυμπήσει. Δεν πάταγι καταή. Του ‘ρθε (νόμισε) ότι πατάει κι πάει στου βαθύ (βυθό) κι γομώθ’κι μέσα (καλύφθηκε απ’ το νερό). Ήταν βαθύ του νιρό, σα βίραγκας! Απήδ’σι άλλου ένα πιδί μέσα κι τουν έβγαλι. Ήξιρι καλό μπάνιο ου άλλους, βούτ’ξι μέσα κι τουν έπιασι κι τουν έβγαλι όξου. Κι τουν πάταγαν στου στήθους να βγάλει του νιρό, κόντιψι να πιθάνει αυτό του πιδί. Ολομία (παραλίγο) πνί’ηκι!».

$$Απότομη ενηλικίωση…##
Ένας γνωστός μου, ο οποίος είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός, θυμάται… μια άλλη πισίνα: «Το χωριό μου είναι μέσα στο λόγγο, η θάλασσα είναι πολύ μακριά. Τότε που ήμασταν παιδιά, θυμάμαι που πηγαίναμε σε κάτι γούρνες (σκαμμένες δεξαμενές, μεγάλοι νερόλακκοι), τις είχαν για να ποτίζουν τα μποστάνια. Μάλιστα όταν κάποιος έφτιαξε δεξαμενή με τσιμέντο τι χαρά κάναμε! Σαν να είχαμε πισίνα, έτσι νιώθαμε! Πηγαίναμε και κάναμε εκεί μπάνιο σχεδόν κάθε μέρα. Θυμάμαι επειδή ήταν και κάποια παιδιά πιο μικρά, είχαν δέσει κάτι τριχιές στην άκρη για να κρατιούνται απ’ αυτές, να μην κινδυνεύουν να πνιγούν.

Αλλά το κακό είναι ότι ανάμεσά μας ήταν και κάποια παιδιά που έκαναν σκανταλιές. Μερικά παιδιά δεν αρκούνταν στο μπάνιο, αλλά έκλεβαν και κάνα πεπονάκι απ’ τον κήπο. Μια μέρα ήρθε ξαφνικά ο ιδιοκτήτης και μας έπιασε όλους μέσα στη στέρνα!

Ενημέρωσε όλους τους γονείς για το τι έγινε. Ο πατέρας μου δεν μ’ έδειρε, αλλά θυμάμαι ακόμη εκείνο το βλέμμα του που καρφώθηκε πάνω μου… Από τότε κατάλαβα ότι κάθε πράξη έχει και τις συνέπειές της… Εκείνο το μπάνιο στη στέρνα ήταν το τελευταίο, αφού μετά μπήκα απότομα στον κόσμο των ενηλίκων…».

$$Καθαρά ανδρικό προνόμιο…##
Η δροσιά που προσφέρει το νερό ήταν ένα προνόμιο καθαρά ανδρικό, οπότε ζήτησα από μια καλοσυνάτη χρονομάρτυρα σε ορεινό χωριό να μου μιλήσει για το θέμα:

«Οι γ’ναίκις δεν ήξιραν τι είνι του μπάνιου! Όχι να πάν’ στα ρέματα κι στα πουτάμια, αλλά ούτε να πλυθούν καλά-καλά δεν είχαν νιρό! Λούζουνταν μαναχά στου κιφάλι κι πλένουνταν… απ’κάτου μι του συμπάθειου… μι μία λίτρα νιρό! Τόσου λίγου νιρό! Αλλά τι να κάμ’ς! Αφού δεν είχαμαν νιρό… έφτανι κι παράφτανι!

Το καλοκαίρι πάιναν τα πιδιά, τα σερκά, κι κουλύμπαγαν στα ρέματα, στα βρούδια. Ιμείς οι κουπέλις τίπουτα! Ας έσκαγαμαν απ’ τ’ ζέστα! Μακριά μανίκια στα φ’στάνια, όχι κοντά, κι να γένισι πλυτάρι απ’ το ίδρωτο! Αλλά απ’ τ’ν αναφαγιά δεν ήμασταν χουντρές κι δεν ίδρουναμαν. Ζεσταίνομασταν, αλλά τι να έκαναμαν... Ακούς να πάν’ οι γ’ναίκις για μπάνιο στο ρέμα! Π’θινά! Θα μας έπιρναν μι τα λιθάρια! Μαναχά άμα πάιναμαν στο ρέμα να πλύνουμι τα σκ’τιά (ρούχα), λούζουμασταν μι αλισίβα! Στο κιφάλι μαναχά, όχι στο κορμί! Τι θα έκαναμαν… Θα ξεμπλετσώνομασταν (ξεγυμνωνόμαστε) όξου να μας τ’ράν’… Τότι πέραγι ου κόσμους ουλουένα απ’ τα ρέματα, ήταν κόσμους πουλύς, τώρα ρήμουσι ου τόπους…».

$$Η σύγκριση τού τότε με το τώρα##
Αν και ήξερα την απάντηση σε γενικές γραμμές, ρώτησα και μια άλλη ηλικιωμένη να μου μιλήσει για το θέμα μας. Η ίδια μού περιγράφει τι γινόταν όταν η ίδια ήταν κορίτσι, αλλά και πώς βλέπει τη σημερινή νεολαία:

«Οι κουπέλις δεν πάιναν για μπάνιου ικείνη τ’ν ιπουχή. Η κουπέλα τότι πέραγι απ’ του δρόμου, ηύρισκι κάναν άνθρουπου κι κουκκίνι’ζι, έσκυβι του κιφάλι απ’ τ’ ντρουπή (ενν. σεμνότητα).

Νύχτα ζυμώναμαν… Αχάραγα σηκώνουμασταν κι πάιναμαν για δ’λειές, στα χουράφια, για ξύλα, στα πρόβατα, για θέρ’σμα… Δεν είχαμαν αδειά να κάτσουμι, για ρεντζάδις (βόλτες), να πάμι στου πουτάμι… Π’θινά!

Ακούς γ’ναίκα για μπάνιου; Μπαααα! Όχι, όχι! Δεν είχαμαν τέτοια ιμείς. Να πάει γ’ναίκα να κάμει μπάνιου στου πουτάμι; Πουτές! Μαναχά για να πλύνουμι ήταν του πουτάμι για ιμάς, να βάλουμι καζάνι, να πλύνουμι τα ρούχα. Ακούς τέτοια δ’λειά... Να κάμει τέτοιου πράμα η γ’ναίκα!

Τώρα τι είνι ιτούτου, μωρέ Βασίλη… Σήμιρα ξέφ’γι ου κόσμους στ’ν πορνειά, άντρις, γ’ναίκις, ωρέ μπιτ! Ιτούτη τ’ νεολαία να μη σι φέρει να τ’ν ιδείς! Κιο σο’ ’ρτι (μα σου έρχεται) ντρουπή, μ’ αυτά π’ φουράν’. Τι φουράν’; Ξεζάρκωτοι (γυμνοί) σεργιανάν’. Κι δεν τ’ς μέλλει… τέσσιρα (καθόλου!) Δεν τ’ς γνοιάζει τίπουτα! Αν είνι γέρουντας μπρουστά, αν είνι γριγιά, οικουγένεια… Ιννιά έχει ου μήνας! Κι οι γ’ναίκις ξεμπλέτσουτις γκιζιράν’… Άφ’ τα να πάν’… ».



img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ









img