Μέχρι τις 26 Ιανουαρίου είχαν προγραμματιστεί 982 πλειστηριασμοί ενώ μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου οι αναρτημένοι πλειστηριασμοί ανέρχονται σε 1.423 εκ των οποίων οι 1.407 αφορούν ακίνητα.
Στο ενδεχόμενο που οι συμβολαιογράφοι συνεχίσουν την αποχή από τα καθήκοντά τους για μεγάλο χρονικό διάστημα τότε ανατρέπεται ο σχεδιασμός των τραπεζών στο μέτωπο των κόκκινων δανείων.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εμφανίζεται αποφασισμένο να αντιμετωπίσει τη «Λερναία Ύδρα» των «κόκκινων δανείων» με το σχέδιο «Ηρακλής» προκειμένου να σταματήσει το «στραγγάλισμα» της οικονομίας και την «παράλυση» των τραπεζών από τις μη εξυπηρετούμενες οικονομικές υποχρεώσεις χιλιάδων οφειλετών προς τις τράπεζες.
Όπως αναφέρουν οι οικονομολόγοι σε έκθεση του Oxfords Economics, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχει βάλει μπρος τον «Ηρακλή» ο οποίος θα βοηθήσει τις τράπεζες να απαλλαχθούν από το δυσβάσταχτο χρέος των 30 δισεκατομμυρίων, το οποίο είναι ισοδύναμο με το 40% των κόκκινων δανείων στους οικονομικούς ισολογισμούς των τραπεζών.
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση, αύξησε το ποσοστό των «κόκκινων δανείων» από το 5,2% του συνόλου των δανείων το 2007, στο 48,5% το 2016. Σχεδόν πέντε φορές πάνω δηλαδή μέσα σε εννέα χρόνια, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή, η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) μέσα από την ενδιάμεση έκθεση της νομισματικής πολιτικής εκφράζει μια σειρά από ανησυχίες.
Η Τράπεζα της Ελλάδος παρατηρεί ότι στην πλειονότητα των ρυθμίσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων επιλέγεται από τις τράπεζες η λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και σπανιότερα της μείωσης του επιτοκίου και του διαχωρισμού του υπολοίπου οφειλής.
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα, υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης.
Επίσης, ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν πολύ περιορισμένες. Ως αποτέλεσμα, παρατηρούνται ακόμη καθαρές ροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPEs) ανήλθαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2019 σε 71,2 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 10,6 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2018 και κατά περίπου 36 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο NPEs. Η υποχώρηση του αποθέματος των NPEs το εννεάμηνο του 2019 οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις και διαγραφές.
Ο λόγος των NPEs προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Σεπτέμβριο του 2019 σε υψηλό επίπεδο (42,1%). Όσον αφορά τους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των NPEs, η στόχευση είναι ο δείκτης NPEs να έχει διαμορφωθεί σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021.