Η απόφαση της Ολομέλειας του ανωτάτου δικαστηρίου να περιορίσει στο ελάχιστο τους συνταξιούχους που έχουν «λαμβάνειν» αποτελεί μία απόφαση ρεαλισμού που απομακρύνει το δικαστήριο από αποφάσεις προηγούμενων ετών, κυρίως μέσα στην κρίση, που είχαν προκαλέσει δημοσιονομικό σοκ και μεγάλους πονοκεφάλους στα οικονομικά επιτελεία αλλά και στους θεσμούς.
Οι ανώτατοι δικαστικοί αποφάσισαν επί των νομικών θεμάτων με ορίζοντα τις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας που μαστίζεται και από τις συνέπειες της πανδημίας, αφήνοντας την κυβέρνηση, χωρίς θηλιά στον λαιμό, να αποφασίσει αν μπορεί να δώσει και τι στους απόμαχους της εργασίας και του μόχθου, χωρίς να της επιβάλλεται συγκεκριμένος τρόπος δράσης από τη δικαστική απόφαση.
Αλλωστε, το οικονομικό κόστος για τις λίγες χιλιάδες των συνταξιούχων που έχουν ήδη προσφύγει –και δικαιώνονται– δεν αποτελεί δημοσιονομικό βάρος για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Αξία έχει όμως η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ και για τα χρονικά διαστήματα που η στρόφιγγα των αναδρομικών κλείνει ερμητικά. Οπως αποφάσισε το δικαστήριο μετά το 2016 (νόμος Κατρούγκαλου) και έως σήμερα, κανένας συνταξιούχος δεν δικαιούται αναδρομικά.
Για την κρίση του αυτή το δικαστήριο είχε δώσει δείγματα γραφής, όταν πριν από μερικούς μήνες (στην αρχή της χρονιάς) είχε αποφανθεί για την αντισυνταγματικότητα πολλών διατάξεων του λεγόμενου νόμου Κατρούγκαλου, κρίνοντας παράλληλα ότι η δημιουργία του ΕΦΚΑ υπήρξε συνταγματική.
Τότε οι ανώτατοι δικαστικοί είχαν αποφανθεί ότι αξιώσεις για αναδρομικές παροχές δεν γεννά ο νόμος Κατρούγκαλου, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη χθεσινή απόφαση.
Τέλος, για την περίοδο πριν από το 2015, το δικαστήριο και χθες επανέλαβε ό,τι είχε πει με την απόφασή του το 2015, όταν είχε κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές στις συντάξεις που έγιναν το 2012. Οτι δηλαδή αναδρομικά δικαιούνται μόνον όσοι είχαν προσφύγει δικαστικά.
Μετά τη χθεσινή απόφαση, για την ακρίβεια τις πέντε αποφάσεις, το ΣτΕ έκλεισε το κεφάλαιο αναδρομικά στους συνταξιούχους, ξεκαθαρίζοντας το τοπίο για πάνω από οκτώ χρόνια, μετά το 2012 και έως σήμερα.
Τώρα, αν η κυβέρνηση χωρίς τον «βραχνά» μιας δικαστικής απόφασης που θα την υποχρέωνε σε καταβολές δισ. ευρώ (τρία ή τέσσερα) κρίνει ότι μπορεί να δώσει κάτι –πολλά ή λίγα– στους συνταξιούχους, αυτό είναι στη διακριτική της ευχέρεια. Αλλωστε, όπως δήλωνε ανώτατη δικαστική πηγή, «η κυβέρνηση δεν δεσμεύεται. Μπορεί να εκτιμήσει τα οικονομικά του κράτους και να πράξει ό,τι κρίνει. Μια τέτοια απόφαση είναι πολιτική».
Συμπέρασμα. Με την απόφαση του ΣτΕ ξεκαθάρισε και κάτι ακόμα εκτός από τα αναδρομικά. Οτι τα δικαστήρια δεν μπορούν να ασκούν με τον τρόπο τους οικονομική πολιτική ή να δυναμιτίζουν με αποφάσεις τους τα δημοσιονομικά του κράτους.