H Βικτόρια Χίσλοπ γεννήθηκε στο Λονδίνο. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στην Οξφόρδη και έχει εργαστεί στον εκδοτικό χώρο αλλά και ως δημοσιογράφος, προτού στραφεί στη συγγραφή. Αντλώντας έμπνευση από μια επίσκεψη στη Σπιναλόγκα, την εγκαταλειμμένη αποικία των λεπρών στα ανοιχτά της Κρήτης, έγραψε Το Νησί το 2005. Το βιβλίο έχει πουλήσει πάνω από 5 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και έχει μεταφραστεί σε 35 γλώσσες, ενώ έγινε σειρά στην ελληνική τηλεόραση το 2010. Η Βικτόρια Χίσλοπ έχει αναδειχθεί κορυφαία πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας στα British Book Awards και έχει αποσπάσει πολλές διακρίσεις στη Γαλλία. Επίσης, το μυθιστόρημά της Το Νήμα μπήκε στη βραχεία λίστα των British Book Awards. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, Όσοι αγαπιούνται, το οποίο μας έδωσε την αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί, κατέλαβε την πρώτη θέση στα μπεστ σέλερ της εφημερίδας Sunday Times με το που εκδόθηκε, τον Ιούνιο του 2019. Η Βικτόρια Χίσλοπ μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην Αγγλία και την Ελλάδα. Μιλάει άψογα γαλλικά κι ελπίζει να φτάσει στο ίδιο επίπεδο και στα ελληνικά.
Νομίζω ότι σε κάθε οικογένεια υπάρχουν πολλά που παραμένουν ανείπωτα είτε από ντροπή, είτε επειδή ξεχάστηκαν είτε, πιο συχνά, επειδή κάποιο παλιότερο μέλος της οικογένειας νομίζει ότι οι ιστορίες του δεν ενδιαφέρουν τη νεότερη γενιά. Είναι μια αντίληψη εντελώς λανθασμένη – εξαιρετικά πολύτιμες ιστορίες χάνονται έτσι.
Στην Αθήνα συνέβησαν τα πιο σημαντικά γεγονότα της Κατοχής, κι ύστερα τα Δεκεμβριανά. Όπως συμβαίνει σε κάθε πρωτεύουσα, αποτέλεσε το επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων και το μέρος όπου σημειώθηκαν οι πιο μεγάλες συγκρούσεις. Έχω ένα σπίτι στην Αθήνα και πέρασα πολύ χρόνο εκεί, προσπαθώντας να φανταστώ όλα όσα συνέβησαν στους δρόμους όπου εγώ περπατούσα ασφαλής, όμως κάποτε ήταν γεμάτοι κινδύνους. Το σπίτι της Λέλας Καραγιάννη, για παράδειγμα, είναι πολύ κοντά στο διαμέρισμά μου.
Η Μεγάλη Βρετανία έχει πλούσια ιστορία, αλλά τους τελευταίους αιώνες δεν έζησε εισβολή, κατοχή ή εμφύλιο πόλεμο. Αυτές οι καταστάσεις οδηγούν τα πράγματα στα άκρα. Άλλωστε, έβρισκα πάντα συναρπαστικό τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες κατάφεραν να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν, αν και αυτές οι εμπειρίες αφήνουν σημάδια ανεξίτηλα.
Ναι, είχα τους φόβους μου και πολλοί φίλοι και γνωστοί με προειδοποίησαν ότι θα αντιμετώπιζα δυσκολίες γράφοντας για τον Εμφύλιο. Επειδή όμως προέρχομαι από άλλη χώρα, πίστευα ότι θα μπορούσα να δω πιο αντικειμενικά όσα συνέβησαν, κι έτσι αποφάσισα να καταπιαστώ μ’ αυτή την αμφιλεγόμενη περίοδο. Έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου, οι συνέπειες εξακολουθούν να είναι ορατές, αλλά θεώρησα ότι είχε περάσει ικανοποιητικό διάστημα. Η άποψη που θέλω να καταθέσω στο βιβλίο μου είναι ότι σε κάθε εμφύλιο δεν υπάρχουν νικητές, όλοι χάνουν κάτι – ήταν μια σύγκρουση που έκανε ζημιά σε όλους τους Έλληνες.
Η Θέμις συνάπτει φιλία μ’ ένα κορίτσι μιας οικογένειας προσφύγων, κι έτσι βλέπει από πρώτο χέρι ένα νοικοκυριό εντελώς διαφορετικό από το δικό της και μια φτώχεια την οποία αγνοούσε. Και φυσικά, η βάναυση συμπεριφορά του Θανάση κι ο θάνατος της φίλης της την πολιτικοποιούν πολύ περισσότερο.
Καλή ερώτηση. Νομίζω ότι οι γυναίκες είχαν πάντα πολιτική άποψη, όμως εκείνη την εποχή δεν είχαν βγει ακόμα στο προσκήνιο – για μια μεγάλη περίοδο που καλύπτει το βιβλίο μου, δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Νομίζω ότι και η Μαργαρίτα έχει πολική άποψη, αν και δεν το παραδέχεται• έχοντας σχέση με κάποιον ναζί, επιλέγει στρατόπεδο.
Τα περισσότερα βάσανα και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε προκαλούνται από μας τους ίδιους. Αν το σκεφτεί κανείς, υπάρχει αρκετός χώρος, αρκετό φαγητό και αρκετοί πόροι για όλους, θα μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά, όμως δεν παύουμε να δημιουργούμε συγκρούσεις εξαιτίας της πολιτικής, της θρησκείας και της απληστίας μας.
Είμαι της γνώμης ότι οι περισσότεροι από μας δυσκολεύονται να διαβάσουν ιστορικά βιβλία. Φτιάχνοντας λογοτεχνικούς χαρακτήρες που ζουν μέσα στα ιστορικά γεγονότα, αισθάνονται, υποφέρουν, επιβιώνουν και πάει λέγοντας – όλη αυτή η διαδικασία κάνει την ιστορία πιο ευκολοχώνευτη, επιτρέποντας στον αναγνώστη να φανταστεί τον εαυτό του μέσα σε μια διαφορετική χρονική περίοδο και να θέσει ερωτήματα του τύπου: «Τι θα έκανα εγώ σε μια τέτοια περίπτωση; Με ποιανού το μέρος θα ήμουν; Ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις μου;»
Αγαπώ όλα τα ελληνικά τοπία, είτε είναι της πόλης είτε της υπαίθρου. Η κατάσταση των προσφύγων στη Λέσβο με θλίβει βαθύτατα, είναι μια κατάσταση τραγική και για τους πρόσφυγες και για τους ντόπιους. Επισκέφτηκα τον καταυλισμό της Μόριας πριν από τέσσερα χρόνια – ήταν κάτι θλιβερό, καταθλιπτικό και τώρα πια έχει γίνει μια κόλαση.