Αναρτήθηκε στις:27-05-17 12:02

Πορφυρό ποτάμι





Σόφη Θεοδωρίδου
Εκδόσεις Ψυχογιός 2017 - σελ. 559

1902. Ένα σπίτι σε ένα μικρό χωριό της Καππαδοκίας (Γη χριστιανική ο τόπος-προστάτης της περιοχής ο Μέγας Βασίλειος), χτισμένο πλάι σε έναν παραπόταμο του Άλυ. Ένας καϊκτσής, ο Δημητρός κάθεται και αγναντεύει το ποτάμι. Ο Δημητρός που πίστευε πως το ποτάμι πρόλεγε τα μελλούμενα.

1908.Η γυναίκα του Δημητρό γεννούσε το δεύτερο παιδί τους, όταν αυτός περιμένει δίπλα στο ποτάμι να γεννηθεί το μωρό, βλέπει το ποτάμι να βάφεται αχνό κόκκινο σαν αίμα, πορφυρό. Μάτωσε το ποτάμι, άρα συμπέρανε ότι το πλάσμα που γεννιέται είναι καταδικασμένο σε θάνατο. Και πράγματι το μωρό, η Νιόβη, που γεννιέται είναι αδύνατο, άρρωστο και καχεκτικό. Ένα αερικό ήταν τούτο το παιδί, ένα πλάσμα περαστικό από αυτόν τον κόσμο. Κιρκ παστί, δηλαδή ατροφικό και αρρωστιάρικο. Όλοι στο χωριό το αποκαλούσαν το μελλοθάνατο…

Αλλιώς όμως είχε αποφασίσει εντέλει η ζωή!! Όλοι πίστευαν πως εκείνη ήταν γραφτό να φύγει πρώτη και μάλιστα πρόωρα, μα άλλος κουμάνταρε τελικά και τον θάνατο και τη ζωή…

Η Νιόβη αν και άρρωστη και χτικιάρικη μεγαλώνει σιγά-σιγά και μικρό κορίτσι ακολουθούσε το γείτονά της τον Φιλίπ στα μονοπάτια πλάι στο ποτάμι κι ύστερα στο σχολείο με τον καλόγερο να μάθει γράμματα, ήταν στα χρόνια εκείνα που είχε δέσει η αγάπη τους, παιδική ακόμη κι αγνή, μα δυνατή σαν καραβόσκοινο κι ανθεκτική στις θύελλες των καιρών. Μια λύπη αφόρητη σερνόταν μέσα της, μια λύπη που δεν ήξερε πώς να τη διώξει. Ήθελε να ζήσει!! Να ζήσει για να αγαπηθεί αλλά κυρίως για να αγαπήσει, να νιώσει τα συναισθήματα να τη συνταράσσουν, να της λυγίσει τα γόνατα το χτυποκάρδι του έρωτα. Ήθελε να ζήσει και να τα νιώσει όλα αυτά για κείνον, για το ταίρι της, τον Φιλίπ. Αυτόν θα έπαιρνε άνδρα όταν θα μεγάλωνε, αν ζούσε φυσικά. Σε μια περίοδο έντονης ξηρασίας, μάλιστα οι χωριανοί αποφασίσανε η Νιόβη να ντυθεί νύμφη της βροχής, για να ικετέψει τον Πανάγαθο να τους λυπηθεί και να στείλει δυο στάλες βροχής, όπως και έγινε τελικά μετά από τρεις ημέρες.

Ο πατέρας της ο Δημητρός βλέποντας ότι το παιδί του θα πεθάνει αποφασίζει να το πάει σε ένα γιατρό στην Καισάρεια. Ο πατέρας ο δόλιος είχε αποφασίσει να κοντράρει την μοίρα, το κισμέτ, για να γλιτώσει τη ζωή της και τελικά το πλήρωσε στα ξένα με τη δική του ζωή. Ο Δημητρός βάζει ένα χρέος στον Καρμίρη, δανείζεται ένα άλογο και τρεις λίρες και βάζει ενέχυρο, το σπίτι του, το καΐκι του και τα ζωντανά του, για τα έξοδα ταξιδίου στην Καισάρεια και για την αμοιβή του γιατρού. Ο γιατρός κάνει το θαύμα του και θεραπεύει την Νιόβη, που πλέον γίνεται μια όμορφη, ξανθιά, ψιλόλιγνη κοπέλα. Ο πατέρας της για να βγάλει το χρέος ξενιτεύεται και αφήνει πίσω τη γυναίκα του Φεβρωνία με τις τρεις κόρες την Σουλτάνα, την Νιόβη και την Θανασούλα, ενώ είχε πεθάνει ο γιός του ο Ηλίας. Όλες όμως μάνα και κόρες κατηγορούνε την Νιόβη για το χρέος που έβαλε στον τοκογλύφο ο Δημητρός, οπότε η Νιόβη αναγκάζεται να καθαρίζει σε ένα σπίτι, για να βγει αυτό το χρέος σιγά-σιγά. Μαύρη μοίρα μαύρη φτώχεια !

Ο Φιλίπ σε ένα καυγά σκοτώνει ένα τουρκόπουλο, οπότε αναγκάζεται να φύγει κρυφά από το χωριό για να αποφύγει την βεντέτα. Κανείς δεν γνώριζε μετά από χρόνια αν ήταν πλέον ζωντανός και που ήταν. Η μάνα του η Ερασμία τον αρραβωνιάζει κρυφά με την Νιόβη, δίνοντας στην Νιόβη ένα μενταγιόν, ένα φλουρί κωνσταντινάτο περασμένο σε χρυσή αλυσίδα. Αυτό ήταν ένα σημάδεμα μυστικό. Όμως την Νιόβη την ερωτεύεται ο πλούσιος Τούρκος Αζέτ Νεμλή πασάς και επειδή δίνει για να την παντρευτεί 200 λίρες στην οικογένεια, όλες μαζί, μάνα και αδελφές πέσανε επάνω στη Νιόβη για να παντρευτεί, για να σωθούνε από τη φτώχεια και τον τοκογλύφο. Η Νιόβη αντιστέκεται, γιατί αγαπά τον Φιλίπ, αλλά τελικά δέχεται να πουληθεί στον Τούρκο, για να ξεπληρώσει το χρέος, με αυτό τον γάμο. Η Σουλτάνα η αδελφή της την μισεί πάρα πολύ και κάθε μέρα ρίχνει το δηλητήριό της, την αναγκάζει να ζει δίχως κανέναν τους.

1950.Μετά από την Καισάρεια η Νιόβη φτάνει στη Μερσίνα και τελικά θα καταλήξει στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης στην Μικρή Καππαδοκία, όπου βρίσκει τυχαία τον Φιλίπ, αξιωματικό του ελληνικού στρατού. Η αγάπη δεν ξεριζώνεται από την καρδιά σαν αγριόχορτο απλώς και μόνο επειδή αλλάζουν κάποια δεδομένα. Μπορούσανε να χαράξουνε τον δικό τους δρόμο, να αφήσουνε πίσω όσα τους μάτωσαν. Τόσα χρόνια υπέφεραν τα πάνδεινα, μα είχε φτάσει η στιγμή να αποκατασταθεί επιτέλους η φυσική τάξη των πραγμάτων, όπως την ένιωθαν η Νιόβη και ο Φιλίπ. Όταν όμως ο Φιλίπ θα χορέψει τον χορό των μαχαιριών, ένα επικίνδυνο χορό, θα τον …

Η ζωή των τελευταίων Ελλήνων στην Καππαδοκία και παράλληλα η ιστορία μιας ακατάλυτης αδιέξοδης αγάπης στη σκιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Ανταλλαγής των πληθυσμών.

Η γραφή και η εικονοποιία της Σόφη Θεοδώρου είναι εκθαμβωτικές. Γράφει πανέμορφα για τη μοίρα και την αγάπη και την ελπίδα και την ιστορία.

Λυρική γλώσσα και αφηγηματική δεινότητα της συγγραφέως, που σε αναστατώνει και σε στοιχειώνει με το θέμα της. Όταν μπορεί κάτι να μεταμορφώσει την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους, όταν η αγάπη γίνεται μίσος, όλα μπορούν να συμβούν. Ο κατάλογος των κακών που ακολουθούν δεν έχει τέλος. Ο τραγικός αντίλαλος της θρυμματισμένης ορμής των ηρώων αντιβουίζει μες στην καταρρακωμένη ψυχή τους καθώς διαπερνά το βιβλίο σαν χρυσή κλωστή.

Το βιβλίο αυτό είναι ένα μυθιστόρημα εντυπωσιακό, επικό, μαυλιστικό και μελωδικό, που σφύζει από πολλά τραγικά γεγονότα του 20ου αιώνα, μια περιδιάβαση και μια εκμυστήρευση ζωηρού θαυμασμού, μια αναζήτηση του άλλου μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό και ένα χέρι απλωμένο σα γέφυρα ριγμένη ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, στο χθες και το σήμερα, στερεωμένη πάνω σε ερωτικά κατάστιχα. Ένα απολαυστικό και εντυπωσιακό μυθιστόρημα που η ομορφιά δεν παρουσιάζεται ποτέ μοναχή, αλλά συνοδεύεται πάντα από τη βία, το μίσος και τη φρίκη.

Πρόκειται για μια συναρπαστική ιστορία αγάπης, συγχώρεσης, θάρρους και θυσίας και μια συγκλονιστική ελεγεία της αθωότητας. Διαβάστε το.

Η Σόφη Θεοδωρίδου κατάγεται από την Αλμωπία, μια μικρή επαρχία του Νομού Πέλλας. Σπούδασε νηπιαγωγός στη Θεσσαλονίκη κι εγκαταστάθηκε κατόπιν στην περιοχή καταγωγής της, όπου διαμένει μέχρι σήμερα με την οικογένειά της. Λατρεύει τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, και πιστεύει πως η αγάπη της για την τελευταία την οδήγησε τελικά στη συγγραφή. Κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματά της: «Η νύφη φορούσε μαύρα», «Πες μου αν με θυμάσαι», «Τα’ αχνάρια των ξυπόλυτων ποδιών», «Η αμαρτία της ομορφιάς», «Το κορίτσι απ’ τη Σαμψούντα», «Στεφάνι από ασπάλαθο» και «Τα χρόνια της χαμένης αθωότητας».

Κώστας Τραχανάς




img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ









img