Είναι σαν το ψάρεμα – πρέπει να περιμένεις κάνοντας ησυχία. Και να μη σε νοιάζει αν βρέχει.
Στα νιάτα μου ήμουν μάρτυρας ενός φόνου. Τους γνώριζα όλους, τόσο το θύμα όσο και τους θύτες. Είχαμε σχεδόν την ίδια ηλικία, ήμασταν παιδιά. Έπρεπε να τα γράψω όλα αυτά για να θυμάμαι τον Λούντβιγκ, τον νεαρό που δεν κατάφερε να επιβιώσει εκείνη τη νύχτα, αλλά και το νεοναζιστικό κίνημα που επανεμφανίστηκε θριαμβευτικά εκείνη την περίοδο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ήταν ένα συνηθισμένο, βρομερό ανέκδοτο που κυκλοφορούσε ανάμεσα στους ακροδεξιούς για να περιγράψουν τον εαυτό τους και τα πρότυπα που είχαν.
Ήταν συναρπαστικό, επικίνδυνο και καταθλιπτικό την ίδια στιγμή. Μπορούσαμε να νιώσουμε την αλλαγή του συστήματος στα κεφάλια και στα κόκαλά μας.
Η περίοδος λίγο πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια φάση ακινησίας – σαν μια αίθουσα αναμονής, όπου περιμένεις μια καινούργια ζωή. Κι όταν ξεκίνησε η διαδικασία της αλλαγής, χρειάστηκε κάποιος καιρός ώσπου οι δυνάμεις της επιτάχυνσης να φτάσουν στην ενδοχώρα.
Ονειρεύονταν ειρήνη για όλους, έναν κόσμο όπου οι ενήλικες είναι πιο χαρούμενοι και αντιμετωπίζουν εμάς τα παιδιά σαν ανθρώπινα όντα, χωρίς να μας επιβλέπουν όλη την ώρα.
Θέλει να νιώσει τον ίδιο του τον εαυτό. Να πολεμήσει την αδυναμία, τον φόβο και τον φόβο για τους φόβους του, έτσι γίνεται σκληρός σαν τανκ. Και χρησιμοποιεί τη μια ιδεολογία ενάντια στην άλλη.
Ο ρυθμός της ζωής. Ήταν σαν κάποιος να πυροδότησε μια μηχανή τούρμπο. Κι ακόμα, οι υπαρξιακοί φόβοι. Κάθε οικογένεια ένιωσε το πλήγμα της ανεργίας. Κι έπειτα, ήταν τα χρήματα. Ξαφνικά χρειαζόσουν πολλά χρήματα.
Από κείνη την εποχή, ο κόσμος συνεχίζει να αλλάζει δραματικά. Οι φόβοι δεν έχουν εξαλειφθεί. Κι όλο αυτό το διάστημα, οι εν λόγω φόβοι έχουν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους συντηρητικούς και τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές. Υπάρχουν πολλά φαντάσματα του παρελθόντος. Έχουν αυξηθεί. Αυτό που μετρά είναι ν’ ανακαλύψουμε ξανά όσους κοιτάζουν μπροστά κι όχι αυτούς που τρέφονται από κάποια επερχόμενη Αποκάλυψη.
Ήταν τιμή μου και ταυτόχρονα μ’ έκανε να νιώσω υποχρέωση και ευθύνη.
Στην αρχή υπάρχουν πάντα κάποιοι στίχοι, ένα κείμενο που χρειάζεται να ολοκληρωθεί. Έπειτα ξεκινούμε μια περιοδεία όλοι μαζί, στη διάρκεια της οποίας γεννιέται ένα τραγούδι. Ως συγγραφέας πέρασα μεγάλα διαστήματα μοναξιάς. Δεν ανήκα σε καμιά ομάδα. Αυτή την έλλειψη μπορώ να την ξεπεράσω με τους μουσικούς με τους οποίους συνεργάζομαι και με τους φίλους μου. Αυτό σημαίνει πολλά πράγματα για μένα.
Nopasarán!